Αλέας, κοινότητα — Κοινότητα (811 κάτ.) του νομού Αργολίδος, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις κοινότητες Αγίου Νικολάου, Αλέας, Σκοτεινής και Φρουσιούνας, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα της κοινότητας ορίστηκε ο οικισμός Σκοτεινή … Dictionary of Greek
Ἀλέας — Ἀλέᾱς , Ἄλευς masc acc pl Ἀλέᾱς , Ἀλέη fem acc pl Ἀλέᾱς , Ἀλέη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλέας — ἁ̱λέας , ἁλής thronged masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τεγέα — Oνομασία αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Πόλη της Κρήτης. Κατά την παράδοση την έχτισε ο Αγαμέμνονας, γυρνώντας από την Τροία. Στην ίδια παράδοση ο βασιλιάς των Μυκηνών έχτισε στο νησί και 2 άλλες πόλεις. Ο Στέφανος Βυζάντιος όμως γράφει: «έστι και… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Τεγέας — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Τεγέας χτίστηκε στις αρχές του 20ού αι. στο χωριό Αλέα. Η συλλογή του περιλαμβάνει ευρήματα από τα νεολιθικά έως και τα βυζαντινά χρόνια. Τα πρωιμότερα ευρήματα που εκτίθενται στο μουσείο προέρχονται από τις περιοχές… … Dictionary of Greek
Argos-Mykene — Gemeinde Argos Mykene (Δήμος Άργους Μυκηνών) … Deutsch Wikipedia
αλέα — I Αρχαία πόλη της Αρκαδίας, του 5ου αι. π.Χ. Ήταν χτισμένη δυτικά της Στυμφαλίας, στο βάθος μεγάλης κοιλάδας, κοντά στο σημερινό χωριό Μπουγιάτι. Χτίστηκε από τον Αλέα, γιο του Αφείδαντα και εγγονό του Αρκάδα. Οι περισσότεροι κάτοικοί της… … Dictionary of Greek
Αρκαδία — I Αρχαία πόλη της Κρήτης, που ιδρύθηκε πιθανότατα από Αρκάδες της Πελοποννήσου, στη δυτική πλευρά του όρους που λέγεται σήμερα Προφήτης Ηλίας (688 μ.). Η Α. υπήρχε και στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες και μάλιστα ήταν έδρα επισκόπων. II… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Λαογραφικό Τεγέας — Το Λαογραφικό Μουσείο Τεγέας λειτουργεί από το 1996 στο δεύτερο όροφο ενός εντυπωσιακού πέτρινου κτιρίου, που βρίσκεται κοντά στον αρχαίο ναό στης Αλέας Αθηνάς και του βυζαντινού ναού της Κοίμησης της Θεοτόκου. Ανήκει στον Τεγεατικό Σύνδεσμο, ο… … Dictionary of Greek
Σκόπας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Έλληνας γλύπτης και αρχιτέκτονας από την Πάρο (περίπου 420 410 π.Χ. περίπου 330 π.Χ.). Ελάχιστες είναι οι πληροφορίες για τη ζωή του: είναι γνωστό ότι κατά τα μέσα του 4ου αι. π.Χ. συνεργάστηκε στη διακόσμηση του… … Dictionary of Greek